Ολα τα χρησιμοποιείς και σε χρησιμοποιούν.
Να είσαι χρηστικός και να φθείρεσαι όπως ορίζει
η φύση σου. Να είσαι δοτικός. Κανείς δε μπορεί να
σου πάρει τίποτα, μόνο τη γεύση σου. Οσο περισσότερο
δίνεσαι, τόσο υπάρχεις. Οσο αφήνεσαι, τόσο μεγαλώνεις.
...Ολα είναι μικρά και περαστικά. Μόνο ένα είναι μεγάλο.
Το νόημα τους..
Λιώσε, πριν μορφοποιηθείς. Τίποτα δε σου ανήκει.
Μόνο το ταξίδι.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης με τον όρο χρόνος εννοείται "η ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων στο παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον, θεωρούμενη ως σύνολο".

Γενικά Χρόνος χαρακτηρίζεται η ακριβής μέτρηση μιας διαδικασίας από το παρελθόν στο μέλλον. Κάθε φυσικό φαινόμενο π.χ. μια πτώση αντικειμένου στο έδαφος εξελίσσεται στην έννοια της ορισμένης χρονικής περιόδου. Ο χρόνος μετράται σε μονάδες όπως το δευτερόλεπτο και με ειδικά όργανα τα χρονόμετρα π.χ. ρολόι. Οι καθημερινές εμπειρίες αποδεικνύουν πως ο χρόνος "κυλάει" με τον ίδιο πάντα ρυθμό και μόνο προς μια κατεύθυνση - από το παρελθόν προς το μέλλον. Η κίνηση γενικότερα ούτε μπορεί να διακοπεί αλλά και ούτε να αντιστραφεί στην έννοια του χρόνου. Παρά ταύτα, όπως εξηγεί η ειδική θεωρία της σχετικότητας, αυτή η κίνηση μπορεί να επιβραδυνθεί με ασύλληπτα μεγάλες ταχύτητες.



Ένας άλλος στερεότυπος ορισμός για τον χρόνο είναι "ένα μη χωρικό γραμμικό συνεχές στο οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν με εμφανώς μη αναστρέψιμη τάξη". Πρόκειται για μείζονα έννοια η οποία λειτουργεί τόσο ως θεμελιώδης οντότητα, όσο και ως σύστημα μέτρησης. Με τον χρόνο ασχολήθηκε τόσο η φιλοσοφία όσο και η επιστήμη, διαμορφώνοντας ενίοτε αντιφατικές απόψεις για το νόημά του. Επί της ουσίας οι διαφοροποιήσεις δεν αφορούν στις μονάδες μέτρησης του χρόνου αλλά στο αν ο χρόνος ως οντότητα είναι δυνατόν να μετρηθεί ή αποτελεί τμήμα του μετρητικού συστήματος.

Ο Χρόνος στη Φυσική

Κλασική Μηχανική

.


Επί του παρόντος ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες -χώρος και μάζα- καθορίζεται μέσω της μέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος. Επίσης επί του παρόντος, η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο, ορίζεται ως η διάρκεια 9 192 631 770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου 133Cs.



Ένας tesseract (τετραδιάστατος κύβος), ένας κύβος σε 3 διαστάσεις εκτεινόμενος σε μια τέταρτη, σαν περιγραφή του χρόνου.Για την φυσική ο χρόνος είναι διάσταση που επιτρέπει σε δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο, να διακρίνονται μεταξύ τους. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου. Για γενικούς σκοπούς η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας ώρες και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο (ουσιαστικά η φαινόμενη πορεία του ήλιου που παράγεται από τις ιδιαιτερότητες της γήινης τροχιάς) τις ημερολογιακές μονάδες. Όσον αφορά στη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, τα διαστήματα χρόνου καθορίζονται -όπως προαναφέρθηκε- με όρους συχνότητας μιας ιδιαίτερης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολία.



Ήδη από την εποχή της δημοσίευσης της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας το 1905, θεωρήθηκε ότι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν εγκατέλειψε την έννοια του απόλυτου χρόνου. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ο απόλυτος χρόνος εννοείται ως ο χρόνος που κυλά ισοδύναμα και ανεξάρτητα από την κατάσταση κίνησης του παρατηρητή. Οι επιδράσεις της διαστολής του χρόνου και η κατάρρευση του απόλυτου ταυτόχρονου σημαίνουν ότι υπό αυτή την έννοια ο απόλυτος χρόνος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μέτρηση ενός χρονικού διαστήματος.



Αν και οι φιλόσοφοι τείνουν να περιγράφουν το έργο του Αϊνστάιν ως έναρξη της επιστημονικής επανάστασης του 20ου αιώνα, πολλές από αυτές τις επαναστατικές ιδέες δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπες. Το 1898, για παράδειγμα, ο Ζυλ Πουανκαρέ (Jules Poincaré) (1854–1912), ο Γάλλος μαθηματικός, έθεσε το ζήτημα του απόλυτου ταυτόχρονου σχολιάζοντας ότι δεν έχουμε κάποια άμεση γνώση για την εξίσωση δύο χρονικών διαστημάτων. Ο Πουανκαρέ φαίνεται πως κατανοούσε την ανάγκη του καθορισμού του τοπικού χρόνου για έναν δεδομένο παρατηρητή. Το 1904 παρατήρησε ότι τα ρολόγια που συγχρονίζονταν με φωτεινά σήματα μεταξύ παρατηρητών σε ενιαία σχετική κίνηση δεν δείχνουν την αληθινή ώρα, αλλά μάλλον αυτό που μπορεί να αποκαλέσει κανείς τοπική ώρα.



Αναφέρεται συχνά ότι η θεωρία της σχετικότητας αφαιρεί τον απόλυτο χρόνο από τη μηχανική. Αυτό αληθεύει για τις μετρήσεις τους χρόνου που προαναφέρθηκαν, αλλά όχι τον ίδιο τον χρόνο ως οντότητα. Ο ορισμός του Νεύτωνα για τον απόλυτο χρόνο είναι ουσιαστικά φιλοσοφική έννοια και οι όποιες συζητήσεις έγιναν στην εποχή του είχαν φιλοσοφικό και όχι πειραματικό υπόβαθρο. Άλλωστε ίδιος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι μπορεί κανείς να μετρήσει τον απόλυτο χρόνο. Τούτη η απόλυτη οντότητα έπρεπε να γίνει διακριτή από τα αισθητά, "φυσικά μέτρα" που εφαρμόζονται σε καθημερινές χρήσεις.



Στις απόψεις του Αϊνστάιν για το σύμπαν, οι περιγραφές ενός φυσικού φαινομένου πρέπει να είναι πλήρως σχετικιστικές ως προς τη φύση τους και απαιτούνται οι μετασχηματισμοί Λόρεντζ ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση. Αντίθετα με το τι πιστεύεται γενικότερα, η νευτώνεια μηχανική δεν βασιζόταν στον απόλυτο χώρο και χρόνο και ήταν πλήρως σχετικιστική, αλλά με τη γαλιλαιϊκή έννοια. Δηλαδή, απαιτούντο γαλιλαιϊκοί μετασχηματισμοί ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση.



Εξετάζοντας το ταυτόχρονο ο Αϊνστάιν χρησιμοποίησε ουσιαστικά ένα νοητικό πείραμα. Ως αποτέλεσμα του πειράματος, κατά την άποψή του, έπρεπε να εγκαταλειφθεί η έννοια του ταυτόχρονου. Το σύμπαν του είναι αιτιατό και σε ένα αιτιατό σύμπαν δεν υπάρχει το ταυτόχρονο, όπως και δεν υπάρχουν ταυτόχρονα γεγονότα. Τα γεγονότα έχουν καθορισμένη τάξη, βασισμένη στην αιτιατή σειρά τους,η οποία δεν είναι δυνατόν να αλλαχθεί. Χωρίς να το δηλώνει άμεσα,ο Αϊνστάιν εισήγαγε έναν τρίτο παράγοντα στη θεωρία της σχετικότητας, ότι δηλαδή καμία πληροφορία δεν μπορεί να μεταδοθεί ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Τόσο για τον Νεύτωνα όσο και για τον Αϊνστάιν ο απόλυτος χρόνος είναι στην πραγματικότητα η απόλυτη σειρά των γεγονότων, που καθορίζεται από την αιτιότητα, και όχι η μέτρηση του χρόνου, που είναι αντικείμενο συνήθους παρατήρησης.


Ο χρόνος στην ανθρώπινη συνείδηση

Ο κύκλος μέρας και νύχτας ρυθμίζει στον άνθρωπο το βιολογικό του ρολόι που φαίνεται να είναι αρκετά ακριβές δεδομένου πως συχνά ξυπνάμε λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος περνά πιο αργά ή πιο γρήγορα.



Περιμένοντας κάτι καρφώνοντας το βλέμμα στο ρολόι αισθανόμαστε ο χρόνος να κυλά αργά.

Όταν είμαστε σε ρομαντικό ραντεβού με πρόσωπο που μας ενδιαφέρει μας κάνει εντύπωση στο τέλος "πώς πέρασε η ώρα τόσο γρήγορα".

Πηγαίνοντας στον υπολογιστή υπολογίζουμε πως θα ανακαλέσουμε την πληροφορία που χρειαζόμαστε με δουλειά 5-10 λεπτών ενώ φεύγοντας έχουν περάσει 20.

Ως παιδιά οι διακοπές μας τα καλοκαίρια ήταν μεγάλες ενώ στη μέση ηλικία ο χρόνος των διακοπών μας φαίνεται ελάχιστος.

Κάποιος που εκτελεί ελεύθερη πτώση τριών δευτερολέπτων σε δίχτυ νιώθει πως έπεφτε για διπλάσιο σχεδόν χρόνο και η πτώση από μοτοσικλέτα περιγράφεται ως "κινηματογραφική" από τον αναβάτη σε περίπτωση ατυχήματος.

Εμπλεκομένης της αμυγδαλής σε κατάσταση φόβου όπου αυξάνεται η συγκέντρωση της αδρεναλίνης η μνήμη "χαράζει" ανεξίτηλα και ο χρόνος φαίνεται να διαστέλλεται, δηλαδή η μνήμη "γράφει" πιο πυκνά. Ίσως η αδρεναλίνη κάνει μόνιμη την προσωρινή μνήμη που υπολογίζει το άμεσο μέλλον, μηχανισμό τον οποίο χρησιμοποιούμε για γέμισμα του χρόνου όταν κλείνουμε τα βλέφαρα ή σκύβουμε να αλλάξουμε σταθμό στο ραδιόφωνο ενώ οδηγούμε. Αποτέλεσμα είναι περισσότερες καταγεγραμένες μονάδες μνήμης, με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής ή ενστικτώδους αντίδρασης καθώς και έγκαιρη πρόβλεψη παρόμοιας κατάστασης στο μέλλον, που δίνουν την αίσθηση διαστολής του χρόνου.



Στην παιδική ηλικία που τα πάντα είναι πρωτόγνωρα η μνήμη "γράφει" διαρκώς και έτσι τα καλοκαίρια μας φαίνονται πως διαρκούν περισσότερο.



Μια πιο περίεργη επίδραση στη μνήμη έχει η κορτιζόλη, ορμόνη του άγχους. Το άγχος μας κάνει και ζούμε ταυτόχρονα και συνδυασμένα σε δύο τουλάχιστο καταστάσεις, εκεί που πραγματικά είμαστε και θέλουμε να ξεφύγουμε γρήγορα και εκεί που θα θέλαμε ή θα "έπρεπε" να βρισκόμαστε. Ο εγκέφαλος καταγράφει δύο καταστάσεις ταυτόχρονα στη μνήμη με αποτέλεσμα το πύκνωμα της εγγραφής και την αίσθηση διαστολής του χρόνου.



Στο ρομαντικό ραντεβού απαγκιστρωνόμαστε σχεδόν εντελώς από την πραγματικότητα και το μυαλό μας ζει στην πιθανότητα μελλοντικών ονειρικών καταστάσεων. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια εγγραφών της μνήμης για την παρούσα κατάσταση και έχουμε την αίσθηση της συστολής του πραγματικού χρόνου.



Ο χρόνος φαίνεται να καταγράφεται στην ανθρώπινη συνείδηση σε μονάδες μνήμης.


Ο βιολογικός ή φυσικός χρόνος

Το άγχος συνδέεται άμεσα με την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη παράγεται και κατά την έντονη άσκηση δρώντας όπως τα στεροειδή, επιταχύνοντας βιολογικές διαδικασίες. Αυξημένα επί μακρόν επίπεδα κορτιζόλης μικραίνουν τη ζωή καθώς υπό συνθήκες στρες οι μηχανισμοί προστασίας δεν προλαβαίνουν να δράσουν. Η συγγενής με την κορτιζόλη αδρεναλίνη δρα με παρόμοιο τρόπο στο βιολογικό ρολόι των κυττάρων και δίνει έκρηξη δύναμης σε καταστάσεις ανάγκης. Οι ορμόνες του εγκεφάλου που μας προκαλούν ευχαρίστηση φαίνεται να δρουν αντίθετα και να βοηθούν στη μακροζωία.



Η αλλαγή στο ρυθμό που έχει το "καρδιοχτύπι" που δίνει αθροιστικά τη βιολογική ηλικία ενός ποντικού ή ενός ανθρώπου, ενός αγχώδους ή ενός μη αγχώδους προσώπου, ενός καταπονημένου ή μη οργανισμού επεκτείνεται στη φύση πέραν των έμβιων όντων. Είναι σχετικά πρόσφατη η εισαγωγή της έννοιας του "φυσικού χρόνου", ως δείκτη εξέλιξης των φυσικών φαινομένων.


Ο χρόνος στη Φιλοσοφία

Η φύση του χρόνου υπήρξε ένα από τα μείζονα προβλήματα της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ήδη. Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη 'μεταφορική' εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορριψουμε την εικόνα της ροής,πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;





Πολλά από αυτά τα προβλήματα τέθηκαν στα Φυσικά του Αριστοτέλη, με τη μορφή παράδοξων ή προβλημάτων που αφορούσαν στην ίδια την ύπαρξη του χρόνου. Το ένα πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. η παρούσα στιγμή,ως μη έχουσα διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η παρούσα στιγμή, οποιαδήποτε πιθανή απάντηση εμπεριέχει αντίφαση: όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρούσα στιγμή ως διαρκώς υπάρχουσα, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 χρόνια υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Τα παράδοξα του Αριστοτέλη και του Ζήνωνα για τον χρόνο και τον χώρο, ώθησαν Ατομιστές όπως ο Επίκουρος και ο Διόδωρος Κρόνος να θεωρήσουν τη δομή του χρόνου κοκκιώδη, αλλά σε αυτή τους την άποψή συνάντησαν αντίσταση από τους Στωικούς, κυρίως τον Σέξτο Εμπειρικό. Η θεμελιώδης ιδεαλιστική λύση, που επιτρέπει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές να συνυπάρχουν στο αντικείμενο της ενόρασης προτάθηκε από τον άγιο Αυγουστίνο της Ιππώνος (Εξομολογήσεις, ΧΙ 14) και είναι ορατή στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, του Τζορτζ Μπέρκλεϊ, του Εμμάνουελ Καντ και του Ανρί Μπεργκσόν.



Από το 1895, τότε που ο Χέρμαν Γκίνκελ δημοσίευσε το διάσημο έργο του για τη δημιουργία και το χάος στον αρχέγονο και τον έσχατο χρόνο, έχουν γίνει πολλές αλλαγές στην ιστορία των θρησκειών και τα σχετικά πεδία της εθνολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας. Ωστόσο, η σύλληψή του αρχέγονου και του έσχατου χρόνου ως των δύο πόλων της ίδιας ιστορίας, υποστηρίχθηκε από δύο σημαντικές μελέτες, όπως το Νόημα στην Ιστορία, του Καρλ Λέβιθ και Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής, του Μίρτσεα Ελιάντε.



Το αίνιγμα του χρόνου είναι εν μέρει το αίνιγμα της έναρξης, γιατί εκεί βρίσκεται η βάση του παρελθόντος. Η έναρξη είναι το παρελθόν. Ωστόσο, καθημερινά γίνεται μια νέα έναρξη μέσα στην περιοδική κίνηση της ημέρας. Βάσει τη σύλληψης του Γκίνγκελ το σύνολο όλων αυτών των επαναλαμβανόμενων ενάρξεων το αποκαλούμε χρόνο. Ζούμε στο χρόνο και καθημερινά βιώνουμε τη νέα έναρξη σε κάθε έργο που αναλαμβάνουμε να εκπληρώσουμε. Εκείνο που λείπει κατά την άποψή του είναι το γεγονός ότι η ανθρωπότητα δεν κατανοεί τη μαγεία της νέας έναρξης, δηλαδή την αέναη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν.



Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. -Άγιος Αυγουστίνος.

Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον περίφημο διαχωρισμό του Ανρί Μπεργκσόν ανάμεσα στον χωροχρόνο και τον καθαρό χρόνο. Ο χωροχρόνος είναι ο χρόνος των ρολογιών μας, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από την εισβολή της ιδέας του χώρου στην επικράτεια της καθαρής συνείδησης. Πρόκειται για την εμπειρία του χρόνου, έτσι όπως την οργανώνει ο άνθρωπος στο χώρο, ως ακολουθία χρονικών μονάδων. Στην πραγματικότητα αυτές οι χρονικές μονάδες δεν υπάρχουν, γιατί ο χρόνος είναι μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι αψηλάφητος, όπως το έθεσε ο άγιος Αυγουστίνος. Δεν υπάρχει σταθερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι δέκα και μισή δεν είναι πια δέκα και μισή. Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέοε, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των δέκα και μισή δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο των έντεκα. Στην πραγματικότητα είμαστε ο χρόνος.



Παρόλα αυτά έχουμε το παρελθόν μας και κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας. Εδώ υπεισέρχεται η ιδέα του «ταυτόχρονου», όπως το έθεσε ο Καρλ Χάιμ. Τη στιγμή που βιώνουμε ένα ψήγμα του χρόνου, υπάρχει μια σχέση «ταυτόχρονου», σε σχέση με τις άλλες διαδοχικές χρονικές μονάδες. Οι νότες ενός μουσικού κομματιού δεν παίζονται μόνον ως διακεκριμένες νότες, αλλά και ως συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.


Ναυτιλιακός χρόνος

Ως Αστρονομικός ή Ναυτιλιακός χρόνος χαρακτηρίζεται η έννοια του χρόνου σε αστρονομικούς υπολογισμούς ή ναυτικού ενδιαφέροντος που αφορά τη σχετική θέση της Ουράνιας σφαίρας προς τη Γήινη σφαίρα κατά τη στιγμή κάποιας παρατήρησης όπου και προσδιορίζεται αυτή από την γωνιακή απόσταση (δυτική ωρική γωνία) σημείου Γης και ουρανίου σώματος. Το Τρίγωνο θέσεως και η ωρική γωνία σχετίζονται με αυτόν τον χρόνο.


Με τον όρο αστρονομικός χρόνος ή ναυτιλιακός χρόνος χαρακτηρίζεται το σύνολο των συστημάτων χρόνου που ως βάση τους λαμβάνουν την περιστροφή της Γης σε σχέση προς τα ουράνια σώματα. Οποιοδήποτε ουράνιο σώμα ή σημείο της ουράνιας σφαίρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «σύστημα αναφοράς», του οποίου η δυτική ωρική γωνία θα αντιστοιχεί με τον χρόνο του ουράνιου αυτού σώματος.

Με δεδομένα τα παραπάνω παρατηρούνται οι ακόλουθοι χρόνοι:



1) Αστρικός χρόνος: Χαρακτηρίζεται όταν βάση της ωρικής γωνίας είναι ο Aries.

2) Ηλιακός χρόνος: Χαρακτηρίζται με βάση την ωρική γωνία του Ήλιου.

3) Τοπικός χρόνος: Χαρακτηρίζεται με βάση το τόπο ορισμένου γεωγραφικού μήκους

4) Χρόνος Γκρήνουιτς: Χαρακτηρίζεται με βάση τον μεσημβρινό του Γκρήνουιτς

5) Αληθής χρόνος: Χαρακτηρίζεται με βάση την πραγματική κάθε φορά φαινόμενη κίνηση του Ήλιου.

6) Μέσος τοπικός χρόνος: Χαρακτηρίζεται με βάση την ισοταχή περί τη Γη κίνηση ενός υποθετικού μέσου Ήλιου.


Κυκλικός χρόνος

Η ιδέα του «ταυτόχρονου» συνδέθηκε από αμνημονεύτων εποχών με την εικόνα του κύκλου, καθώς η σχέση χώρου και χρόνου είναι ίδια με αυτήν που έχει η ευθεία σε σχέση με τον κύκλο. Το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου δεν είναι ιδιοτροπία των μαθηματικών, αλλά ένα πρόβλημα ριζωμένο στην εσώτατη ύπαρξή μας. Ο κύκλος δεν είναι μια σειρά απειροστών ευθειών. Κάθε σημείο του είναι ταυτόχρονα το επόμενο σημείο. Μπορούμε να γράψουμε μια εφαπτομένη στον κύκλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να αγγίξει τον κύκλο, εκτός και αν δούμε το θέμα αυστηρώς μαθηματικά.



Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να περάσουμε από το χρόνο στο χώρο, μόνο αν τον δούμε ως ένα συνεχές, πάλι με τη μαθηματική έννοια. Ο αυθεντικός χώρος δεν είναι μια επιφάνεια που μπορεί να διαιρεθεί, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να διαιρεθεί ο αυθεντικός χρόνος. Από φιλοσοφικής άποψης ο χώρος δεν βιώνεται ως συνεχές, αλλά ως ένας αριθμός νησίδων ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μόνον κενό. Συνεπώς, τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος δεν είναι παρά μορφές της ζωής, που δημιουργεί επιλέγοντας καθοριστικά σημεία και διαστήματα στο χωροχρονικό συνεχές. Ο χώρος στην πραγματικότητα που βιώνουμε δεν είναι ένα αφηρημένο μέγεθος, αλλά μια σειρά «τόπων», όπως ο χρόνος είναι μια σειρά φευγαλέων στιγμών. Συνήθως, από αυτές τις οτιγμές επιλέγουμε κάποιες ως σταθερά σημεία εναλλαγής του κυκλικού χρόνου. Αυτές τις στιγμές τις αποκαλούμε εορτασμούς και συνδέονται στενά μέσω του ημερολογίου με τις κυκλικές εναλλαγές του χρόνου. Ο θερισμός, η σπορά, η ανατολή ή η δύση ενός ουράνιου σώματος είναι τα πραγματικά δεδομένα, οι «πληροφορίες» από τις οποίες εξαρτάται η ζωή μας μέσα στο χρόνο.



Στο έργο του Ο Άνθρωπος και το Ιερό ο Σαλουά λέγει πως «ο γιορτασμός δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η εκ νέου ανακάλυψη και συγκεκριμενοποίηση του χάους» και από αυτή την άποψη κατέχει μια θεμελιακή σχέση με τη δημιουργία. Το πρωταρχικό χάος είναι άχρονο και απεριόριστο, άναρχο και αδιαμόρφωτο. Από τη στιγμή που μορφοποιείται, υφίσταται τους νόμους του χρόνου είτε στην ενοποιημένη είτε στη διαφοροποιημένη μορφή του. Η περιοδικότητα των φαινομένων είναι το μέγεθος που μορφοποιεί, που παρέχει το καλούπι για να εκδηλωθεί το άναρχο δυναμικό του χάους. Από αυτή την άποψη οι αρχέγονοι εορτασμοί συνδέονται με αστρονομικές κοσμικές περιόδους, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δεδομένες αξίες στη ζωή. Κάποτε έρχεται η στιγμή της σποράς, του θερισμού, του ύπνου και της αφύπνισης, της δύσης και της ανατολής.



Αρχικά, το έτος δεν ήταν όπως το γνωρίζουμε σήμερα, αλλά σχετιζόταν άμεσα με την εναλλαγή των εποχών και την εναλλαγή σημαντικών περιόδων. Σύμφωνα με την Τζέιν Έλεν Χάρισον ο ελληνικός ενιαυτός είναι το έτος της συγκομιδής, οι «Ώρες» φέρνουν άνθη και καρπούς. Την ίδια στιγμή είναι δαίμονες, δηλαδή Θεοί που ανανεώνουν διαρκώς τη ζωή. Έτσι, το έτος είναι έτος της ψυχής και ο χρόνος είναι χρόνος της ζωής. Βέβαια, αυτό που πρέπει να διακρίνουμε εδώ είναι το γεγονός ότι η σχέση μας με τον εξωτερικό κόσμο μας παρέχει μια σταθερή βάση, πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε ένα ημερολόγιο, τις dies fasti και nefasti, τις εορταστικές και αποφράδες ημέρες του ρωμαϊκού ημερολογίου για παράδειγμα. Μαθαίνουμε, δηλαδή να βάζουμε τις σωστές διαχωριστικές γραμμές, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε το χρόνο. Στην αρχαία Ρώμη το ημερολόγιο -δηλαδή οι μέρες τη σποράς, του θερισμού, του γάμου κ.λπ.- διακηρύσσονταν με επίσημο τρόπο από τον rex sacrorum, Βασιλέα των Ιερουργιών και διάδοχο του βασιλιά κατά τις Νόνες, στο πρώτο τέταρτο της σελήνης. Οι Αζτέκοι με τη σειρά τους ονόμαζαν την περίοδο των πενήντα δύο χρόνων, «δεμάτι του χρόνου». Στο τέλος αυτής της περιόδου όλες οι φωτιές έσβηναν για να ανάψουν εκ νέου, υποδεικνύοντας τη φωτιά ως μέσο μέτρησης των χρονικών διαστημάτων. Αν δεν προκηρυσσόταν το νέο ημερολόγιο τα πάντα σταματούσαν, περνώντας στη λήθη της Ωραίας Κοιμωμένης του Κάστρου.



Ποιος είναι αυτός που προκηρύσσει το νέο ημερολόγιο; Ο άνθρωπος, ως αντιπρόσωπος και αγγελιαφόρος της αρχέγονης οντότητας που προκήρυξε τον αρχέγονο χρόνο. Η ανθρώπινη προκήρυξη δεν είναι παρά μίμηση και επανάληψη της αρχικής προκήρυξης, της αρχέγονης οντότητας, της ίδιας της Αρχής που βρίσκεται πίσω από τη Δημιουργία. Σύμφωνα με τα λόγια του Βάλτερ βαν ντερ Βόγκελβαϊντ: Εκείνος που δεν είχε ποτέ αρχή, Εκείνος που μπορεί να φτιάξει μια νέα αρχή, Εκείνος σίγουρα μπορεί να φέρει και το τέλος ή την αιωνιότητα.


Μυθικός χρόνος

Σημαντική παράμετρος στην αντίληψη του χρόνου είναι η συνείδηση του μύθου ως «αληθινής ιστορίας» και όχι ως παραμυθιού, όπως τον αντιλαμβάνεται ένας μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Και τούτο γιατί η έννοια μύθος και η έννοια χρόνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, καθώς ο μύθος παράγει το χρόνο, του δίνει περιεχόμενο και μορφή. Ανάμεσα στα αποκτήματα του πρωτόγονου ανθρώπου, έτσι όπως τα αξιολογούν οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι, εκτός από τα όπλα, τα σκεύη και τα εργαλεία αναφέρονται επίσης οι χοροί, τα τραγούδια, οι ιστορίες, οι τελετουργίες και τα ονόματα. Όλα αυτά είναι μορφές έκφρασης του μύθου που περνά από γενεά σε γενεά. Ο μύθος και η πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες έννοιες με κυριολεκτική έκφραση μέσα στη ζωή. Υπό αυτή την έννοια ο μύθος είναι ζωή και η ζωή μύθος.



Πέρα από αυτό ο μύθος ανάγει τη συνείδηση στην αδιαφοροποίητη αρχή του κόσμου, στον αρχέγονο χρόνο. Η αρχή του κόσμου, της ανθρωπότητας, η αρχή της ζωής και του θανάτου, του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, η αρχή του κυνηγιού και της καλλιέργειας, η αρχή της φωτιάς, της λατρείας, των μυητικών τυπικών και των θεραπευτικών δυνάμεων είναι γεγονότα απομακρυσμένα στο χρόνο. Εκεί έχει τα θεμέλιά της η σημερινή ζωή και από εκεί αντλούν την καταγωγή τους οι σύγχρονες κοινωνικές δομές. Οι θείες ή υπερφυσικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στο μύθο, τα κατορθώματά τους, οι μοναδικές τους περιπέτειες, όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος είναι μια υπερβατική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για μια sine qua non συνθήκη στην παρούσα πραγματικότητα.



Ο μύθος είναι ιερή ιστορία. Και τούτο όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά για τις συγκεκριμένες ιεροφάνειες που θέτει σε κίνηση. Η αφήγηση των μύθων της δημιουργίας ενσωματώνεται στις παγκόσμιες λατρείες, γιατί οι μύθοι είναι από μόνοι τους λατρεία και συνεισφέρουν στο σκοπό για τον οποίο έχουν εγκαθιδρυθεί οι λατρείες σε όλον τον κόσμο. Η υπενθύμιση της δημιουργίας βοηθά τη ζωή του ανθρώπινου γένους, δηλαδή της κοινότητας ή της φυλής. Η υπενθύμιση των μυητικών τελετουργιών βοηθά στην επιβεβαίωση της διάρκειας και της αποτελεσματικότητας της ανθρωπότητας.



Αυτά που ο ο Κ. Τ. Πρέους (K. T. Preuss), ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι (Bronislaw Malinowski) και πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί διατύπωσαν με πολυάριθμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα, αναφέρονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο μύθος δεν είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η βίωση της πραγματικότητας -όχι μια διανοητική αντίδραση σ' ένα αίνιγμα, αλλά μια εξέχουσα πράξη πίστης- μια αναφορά της αρχέγονης πραγματικότητας που ζει στην παρούσα ζωή. Άλλωστε, η ύπαρξη του κόσμου είτε τη μελετά κανείς μακροκοσμικά ή μικροκοσμικά δεν είναι συμπαγής και αδρανής. Ανανεώνεται διαρκώς μέσω της αναφοράς στο μύθο. Ο μύθος και η ιερή δράση που συνδέεται μαζί του εγγυάται στην πραγματικότητα την επιβίωση του κόσμου.



Σύμφωνα με τον Πρέους, «ο πρωτόγονος άνθρωπος όχι μόνον επαναλαμβάνει, αλλά ανασυνθέτει μέσω του μύθου την αρχική πράξη της Δημιουργίας». Ο αρχέγονος χρόνος είναι δημιουργικός. Δημιουργεί αυτό που συμβαίνει σήμερα, μέσω της επανάληψης του μύθου. Διατηρεί μια εικόνα του κόσμου κατά πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες μας συλλήψεις. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι καθορισμένο, τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός και αν ανανεώνεται διαρκώς, ενεργοποιούμενο από τον μύθο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο μύθος είναι αιτιολογικός, όχι γιατί εξηγεί κάτι, αλλά γιατί παρέχει εγγύηση για την ύπαρξη του γεγονότος. Τούτο βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο στις ιδιαίτερες όψεις της ζωής, αλλά στο σύνολο της δημιουργίας. Με άλλα λόγια βρίσκει την εφαρμογή του στη δημιουργική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την εκδήλωση κάθε γεγονότος.



Στη σύγχρονη εποχή μόνον υπολείμματα αυτής της μυθικής άποψης για τον κόσμο επιβιώνουν. Αυτό δε σημαίνει ότι η μυθική άποψη είναι νεκρή. Επιβιώνει στις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, που ζουν ακριβώς εξαιτίας της μυθικής τους άποψης για τον κόσμο και της αιτιολογικής τους σχέσης με το σωτηριολογικό μύθο. Στην εβραϊκή, στη χριστιανική θρησκεία, στο Βουδισμό, τον Ινδουϊσμό, τον Ισλαμισμό, τον Μανδαϊσμό, σε όλες σχεδόν τις αποκαλούμενες μεγάλες ή μικρές θρησκείες του κόσμου υπάρχει ο μύθος της δημιουργίας αλλά και της λύτρωσης, που είναι στην πραγματικότητα μια δεύτερη δημιουργία. Υπάρχουν επίσης τα μυστήρια, καθιερωμένα από τα κεντρικά πρόσωπα κάθε θρησκείας. Σε κάθε, λοιπόν, ενεργοποίηση των μυστηρίων, οποιαδήποτε και αν είναι η εξωτερική μορφή τους, αυτό που αναβιώνει είναι το ρεύμα της ανανέωσης του κόσμου που κουβαλούν εν δυνάμει μέσα τους οι θρησκείες.



Σήμερα η θρησκεία είναι ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος της μυθοποιητικής σκέψης, γιατί στα δρώμενά της απεικονίζονται οι σημαντικότερες μορφές της πραγμάτωσης του μύθου. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η συμμετοχή στα δρώμενα μετατρέπει το βιωμένο χρόνο σε μυθικό χρόνο, τον χρόνο της έναρξης της Δημιουργίας, της μέσης και του τέλους που υποδεικνύεται από την «πρόνοια» ή τους ίδιους τους εαυτούς μας ως συμμέτοχους στη δημιουργία. Ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της αλληλοσύνδεσης της αρχής της μέσης και του τέλους βρίσκεται στους πρώτους στίχους της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Στο μέσο της ζωής του ο ποιητής βρίσκεται στο σκοτάδι. Ένα τέρας απειλεί να τον οδηγήσει στον τόπο όπου «ο ήλιος είναι σιωπηλός». Σε αυτό το σημείο μια νέα αρχή πρέπει να γίνει, ένας νέος μύθος να προφερθεί. Κι έτσι γίνεται! Η αρχαιότητα τον παίρνει από το χέρι και τότε όλα τα πλούτη της κόλασης, του καθαρτήριου και του παράδεισου διαχύνονται μέσα στη ζωή του ως νέο περιεχόμενο. Εξαγνισμένος, μεταμορφωμένος τραβά το δρόμο του.



Όπως το εξέφρασε ο Κ. Γκ. Γιουνγκ, «Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο ποιητής εργάζεται με υλικά που παίρνει από δεύτερο χέρι. Πηγή της δημιουργικότητάς του είναι η αρχέγονη εμπειρία, για αυτό χρειάζεται μυθολογικό υλικό για να της δώσει μορφή. Ο Γκαίτε ψαχουλεύει στον Κάτω Κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Βάγκνερ αντλεί από όλο το σώμα της σκανδιναβικής μυθολογίας, ενώ ο Νίτσε επιστρέφει στην ιερατική λειτουργία και αναδημιουργεί το θρυλικό προφήτη των προϊστορικών εποχών». Από αυτή την άποψη οι αυθεντικοί ποιητές είναι εκείνοι που βιώνουν το μυθικό χρόνο. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι συνηθίσαμε τον ομογενοποιημένο χρόνο του ρολογιού μας, αυτόν που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.



Ο Έσχατος Χρόνος

Με τον έσχατο χρόνο, ή εσχατολογία όπως έχουμε συνηθίσει να την ακούμε, εννοούμε την άποψη του ανθρώπου για γεγονότα που συμβαίνουν στα όρια του δημιουργημένου κόσμου, για το τι υπήρχε πριν τη δημιουργία του και για το τι θα υπάρξει μετά το τέλος του. Περιλαμβάνει τη δόξα και το μεγαλείο της πρώτης ημέρας, καθώς και τον τρόμο της τελευταίας ημέρας. Όμως, ο αποκαλούμενος πρωτόγονος άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα για την εσχατολογία. Γνωρίζει μόνο τον αρχέγονο χρόνο, που κατά την άποψή του κυριαρχεί σε όλη τη ζωή. Ένα χρόνο που ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τα συμβάντα του παρόντος, που εγγυούνται τη ζωή του. Η πραγματικότητα αποκτάται μόνον μέσω της επανάληψης και της συμμετοχής στα τελετουργικά δρώμενα. Όσο τελεί τις τελετουργίες σωστά, κάθε μέρα ξαναδημιουργεί τον κόσμο ή μάλλον τον αναδημιουργεί για εκείνον ο δημιουργικός λόγος του μύθου. Τούτη η διαδικασία της καθημερινής ανανέωσης της ζωής είναι παρούσα ακόμη και σήμερα στους απόγονους των Μάγια και των γηγενών (αβορίγινων) της αυστραλιανής ηπείρου.



Όμως, εδώ λείπει το τέλος της ιστορίας. Ο χρόνος παραμένει ακίνητος, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Όπως η έναρξη υπονοεί μια αρχέγονη αρχή, έτσι και κάθε τέλος προϋποθέτει μια ολοκλήρωση μια «τελική κρίση». Οπωσδήποτε μέσα σε ένα εκδηλωμένο και συνεπώς δυαδικό σύμπαν ο αρχέγονος χρόνος βρίσκει το ταίρι του στον έσχατο χρόνο, αλλά μόνον όταν η ανθρωπότητα προχωρήσει αρκετά στην οδυνηρή συνειδησιακή της αφύπνιση, επιλέγοντας για τον εαυτό της είτε τον υπέρτατο τρόμο ή την αιώνια ευδαιμονία. Η πιο ριζοσπαστική εικόνα του τέλους είναι πιθανώς εκείνη του Ράγκναροκ, της σκανδιναβικής μυθολογίας, της στιγμής κατά την οποία οι Θεοί πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους. Αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι οι λαοί που δημιούργησαν έναν κόσμο για την ύπαρξή τους, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι Μάγια και πολλοί άλλοι, όρισαν επίσης και το τέλος του. Η ιδέα του τέλους του χρόνου είναι πιθανώς προσπάθεια αναίρεσης της αιώνιας στάσης, μια προσπάθεια για να σπάσει ο κύκλος.


 Βιβλιογραφία

L. Levy-Bryhl. Mon Roi, par Henri Michaux, "Quelques aspects de la mentalite primitive" στο La Nouvelle Revue Française, N 240, septembre 1933.

Preuss, K.T., Der religiose Gehalt der Mythen, Tubingen, 1933.

Pettazzoni, Mitti e legende, Vol Ι, Turin 1948.

Henri Bergson, Time and Free Will: An Essay on the Immediate Data of Consciousness, London 1910.

Lowith Carl, Meaning in History, Chicago 1949.

Eliade M., The Myth of the Eternal Return, London, 1954.

Gunkel H., Schopfung und Chaos in Urseit und Endzeit, Gottingen, 1895.

Goldenweiser A., Anthropology, New York, 1946.

Malinowski Β., Myth in Primitive Psychology, London 1926.

Caillois Roger, L' Homme et le Sacre, Paris, 1939.

St. Augustine, Confessions, London, 1944.

de Broglie L. Continu et le Discontinu dans la Physique Moderne, Paris, 1942.

Jung C.G., Modern Man in Search of a Soul, New York, 1955.

Καλογερόπουλος K., Σοφία του Ονειρόχρονου, Αθήνα, 1996.









ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ


Ο Διογένης ο «Κυνικός», Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της απόστασης, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ημερομηνία θανάτου του Διογένη δεν είναι ακριβώς γνωστή, ο Λαέρτιος πιθανώς παραθέτει κάποιον θρύλο. Ένας άλλος θρύλος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.


Το Κυνικό του πνεύμα

Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύωνα (το σκύλο) και έλεγαν “εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε”.



Γεννηθείς στη Σινώπη, ο Διογένης ο Κύων, από όπου εξορίστηκε για άγνωστο αδίκημα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πώς οι Σινωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: “Εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί”.



Στην Αθήνα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη. Παροιμιώδης έμεινε η απλότητα, η λιτότητα, το ελεγκτικό και χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πυθάρι και γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: “Αναζητώ τον άνθρωπο”. Επιγραμματικό είναι και αυτό που είπε κάποτε, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε γράμμα στον Αντίπατρο, με κάποιο αγγελιαφόρο που ονομαζόταν Αθλίας : “Αθλίας, παρ' αθλίου, δι' Αθλίου προς άθλιο” (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς έναν άθλιο).


Η διδασκαλία του

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη ελληνική.

Η διδασκαλία του με παραδείγματα

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως “Κύνας” (σκύλος), “δαγκάνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει” κατά την Κυνική φιλοσοφία.


Ο Κύων “δαγκάνει” τον Διδύμωνα

Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέγει “Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην”. Γνώριζε ο Διογένης πώς να πειράξει τους ανθρώπους με ένα πολύ ευγενή τρόπο χωρίς να παρεξηγηθεί.


Ο Κύων “δαγκάνει” έναν Οικοδεσπότη

Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει “είναι βρώμικο το λουτρό”, και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί “Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;”.


Ο Κύων “δαγκάνει” έναν μοχθηρό πολίτη

Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι' αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΟ ΚΑΚΟ” ( Να μην μπεί κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: “Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;”



Ο Κύων “δαγκάνει” τον Μέγα Αλέξανδρο

Ο Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε Κύων το δώρο μου;” Και ο Διογένης του απάντησε “Ήταν άξιο για κύωνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα”.

Συνάντηση Διογένη Κυνικού μετά Μακεδόνος Βασιλέως Αλεξάνδρου

Σύντομο Ιστορικό της συνάντησης

Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα στην Κόρινθο. Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής, είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέγει: “Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τι δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;” Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά “Ανθρώπων Άρχων”. Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε “άρχων ανθρώπων” άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. “Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές”. Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη τη διδασκαλία των παιδιών του και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.



Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη τον Κύνα, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.


Η συνάντηση

Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέγει: “Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο Διογένης ατάραχος απαντά “Και 'γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”. Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει: “Δεν με φοβάσαι;” Ο Διογένης απαντάει: “Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου: “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: “Αποσκότισόν με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί έως: “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο:”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.



Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας Βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο “Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό”. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει: “Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο”.












ΟΙ ΝΤΟΓΚΟΝ ΚΑΙ Ο ΣΕΙΡΙΟΣ


Οι ΝΤΟΓΚΟΝ είναι μια φυλή περίπου 100,000 ατόμων που ζουν στη δυτική Αφρική. Σύμφωνα με τον Robert Temple και το βιβλίο του The Sirius Mystery (Το μυστήριο του Σειρίου) , οι Ντόγκον είχαν επαφή με κάποιους άσχημους, αμφίβιους * εξωγήινους, τους Νόμμος, κάποια 5000 χρόνια πριν. Οι εξωγήινοι ήρθαν εδώ για κάποιο άγνωστο λόγο, από ένα πλανήτη που περιφέρεται γύρω από το Σείριο, κάποια 8.6 έτη φωτός μακρυά από τη Γη. Οι υποτιθέμενοι επισκέπτες από το διάστημα, δεν φαίνεται να έκαναν τίποτα το ιδιαίτερο από το να δώσουν κάποιες άχρηστες αστρονομικές πληροφορίες στους γήινους.



Ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά στοιχεία του Temple είναι η υποτιθέμενη γνώση της φυλής για το συνοδό άστρο του Σειρίου, τον Σείριο Β. Υποτίθεται ότι οι Ντόγκον ήξεραν πως ο Σείριος Β περιφέρεται γύρω από τον Σείριο και πως μια πλήρης περιστροφή του χρειάζεται 50 χρόνια. Ο Temple αναφέρει σαν στοιχείο απόδειξης και ενα διάγραμμα που είχαν κάνει οι Ντόγκον στην άμμο, για να εξηγήσουν τις πεποιθήσεις τους. Το διάγραμμα που αναφέρει όμως ο Temple δεν είναι ολόκληρο το διάγραμμα που είχαν δείξει οι Ντόγκον στους γάλλους ανθρωπολόγους Marcel Griaule και Germaine Dieterlen, οι οποίοι είναι και οι πρωταρχική πηγή του Temple. Ή ο Temple παρερμήνευσε τις δοξασίες των Ντόγκον, ή διαστρέβλωσε τους ισχυρισμούς των Griaule και Dieterlen ώστε να κολλάνε με τη φανταστική του ιστορία.



Ο Griaule και ο Dieterlen περιγράφουν μια τελετή αναγέννησης του κόσμου

που σχετίζεται με το λαμπρό αστέρι του Σειρίου (sigu tolo, "άστρο του Sigui"),

που ονομάζεται Sigui, και λαμβάνει χώρα κάθε 60 χρόνια. Σύμφωνα με τους

Griaule και Dieterlen οι Ντόγκον ονομάζουν το άστρο συνοδό po tolo "Digitaria

star" (Σείριος B), και περιγράφουν την πυκνότητα και τα χαρακτηριστικά

περιστροφής του. Ο Griaule δεν προσπάθησε να εξηγήσει το πως οι Ντόγκον

μπορούσαν να ξέρουν γι' αυτό το άστρο μιας και δεν είναι ορατό χωρίς

τηλεσκόπια, και δεν έκανε κανένα ισχυρισμό για την παλαιότητα αυτής της

πληροφορίας ή για κάποια σχέση της με την αρχαία Αίγυπτο. *



Ο Temple παραθέτει μια σειρά αστρονομικών δοξασιών που έχουν οι Ντόγκον, που φαίνονται να είναι ακριβείς. Έχουν μια παραδοσιακή πίστη στο ηλιοκεντρικό σύστημα και στις ελλειπτικές τροχιές αστρονομικών φαινομένων. Φαίνεται να ξέρουν και για τα δαχτυλίδια του Κρόνου αλλά και τους δορυφόρους του Δια, μεταξύ άλλων πραγμάτων (σ.τ.μτφ.: άσχετα αν ο Δίας έχει 16 δορυφόρους ενώ οι Ντόγκον λένε για 4. Αυτοί οι εξωγήινοι πρέπει να είναι και λίγο άσχετοι με αστρονομία). Που βρήκαν αυτή τη γνώση, ρωτάει, αν όχι από εξωγήινους; Δεν έχουν τηλεσκόπια ούτε άλλον επιστημονικό εξοπλισμό, οπότε πως πήραν αυτές τις πληροφορίες; Η απάντηση του Temple είναι ότι πήραν τις πληροφορίες αυτές από αμφίβιους εξωγήινους.



Οι αφροκεντριστές από την άλλη, ισχυρίζονται ότι οι Ντόγκον μπορούσαν να δουν τον Σείριο Β χωρίς τη χρήση τηλεσκοπίων, αλλά λόγω της ειδικής όρασης τους που οφείλεται στα επίπεδα μελατονίνης τους (Welsing, F. C. 1987. "Lecture 1st Melanin Conference, San Francisco, Σεπτέμβριος 16-17, 1987"). Φυσικά, δεν υπάρχουν στοιχεία για μια τέτοια ειδική όραση, ούτε επίσης για την εξίσου απίθανη ιδέα ότι οι Ντόγκον πήραν τις γνώσεις αυτές από μαύρους Αιγυπτίους που είχαν τηλεσκόπια.



Μια γήινη πηγή;



Ο Carl Sagan συμφωνεί με τον Temple πως οι Ντόγκον δεν μπορεί να πήραν αυτές τις πληροφορίες χωρίς να έρθουν σε επαφή με κάποιον τεχνολογικά ανεπτυγμένο πολιτισμο. Ο Sagan όμως λέει πως ο πολιτισμός αυτός ήταν γήινος και όχι εξωγήινος. Ίσως η πηγή να ήταν ο ίδιος ο Temple και οι τραβηγμένες υποθέσεις του από αυτά που έμαθε από τον Griaule, ο οποίος βάσισε την περιγραφή του σε μια συνέντευξη που είχε με ένα άτομο, τον Ambara, και έναν μεταφραστή.



Σύμφωνα με τον Sagan, η δυτική Αφρική είχε πολλούς επισκέπτες από τεχνολογικούς πολιτισμούς που βρίσκονται στη Γη. Οι Ντόγκον έχουν παραδοσιακά ένα ενδιαφέρον για τον ουρανό και τα αστρονομικά φαινόμενα. Αν κάποιος ευρωπαίος είχε επισκεφτεί τους Ντόγκον το 1920-1930, η συζήτηση πολύ πιθανό να γύρναγε σε αστρονομικά θέματα, συμπεριλαμβανομένου και του Σειρίου, του λαμπρότερου αστεριού στον ουρανό και κεντρική φιγούρα στη μυθολογία των Ντόγκον. Επίσης, το 1920 υπήρχε μεγάλη κινητικότητα στον επιστημονικό τύπο για τον Σείριο, οπότε και μέχρι να πάει ο Griaule οι Ντόγκον μπορεί να είχαν μια ιδέα από τα τεχνολογικά θέματα του 20ου αιώνα που να τους την είχαν μεταφέρει επισκέπτες από άλλα μέρη της Γης, και να την μετέδωσαν μέσα από συζητήσεις.

Οι Ντογκόν όμως αναφέρονται και στην ύπαρξη ενός τρίτου άστρου επίσης στο Σείριο το οποίο ονομάζουν Έμε Για «Θηλυκό Ζαχαρόχορτο». Ακόμα δίνουν στοιχεία για τον μοναδικό δορυφόρο που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από το αστέρι. Η Αστρονομία δεν έχει ερευνήσει ακόμα την ύπαρξη και αυτού του τρίτου αυτόφωτου ουράνιου σώματος.



Επιπλέον αίσθηση έχουν προκαλέσει στο Μαλί οι ικανότητες των Χογκόν (ιερείς των Ντογκόν). Δρώντας ως θεραπευτές, έχουν δώσει ίαση κυρίως σε πολλές δύσκολες διανοητικές ασθένειες. Οι Χογκόν θεραπεύουν αναμεταδίδοντας στον ασθενή την απίστευτη εσωτερική τους ενέργεια και δύναμη με τη χρήση της Αστρονομικής τους γνώσης. Πιστεύουν ότι σε κάθε άνθρωπο αντιστοιχεί και ένα συγγενικό άστρο που πάντα τον ακολουθεί. Αν σε ένα δεδομένο χρόνο είναι δυνατή η γνώση για τη συγκεκριμένη θέση του αστεριού, τότε η κάθε ασθένεια μπορεί να θεραπευτεί.



Οι αστρονομικές γνώσεις των Ντογκόν εκπλήσσουν ακόμα και τον ικανότερο εξειδικευμένο επιστήμονα. Πέρα από το Σείριο, είναι άριστοι γνώστες του ηλιακού συστήματος. Γνωρίζουν ότι ο Κρόνος διαθέτει δακτυλίους και ότι ο Δίας έχει τέσσερις σελήνες. Είναι επίσης γνώστες της τροχιάς των πλανητών γύρω από τον Ήλιο. Μάλιστα στην καθημερινή τους ζωή, καθοδηγούνται από τέσσερα ημερολόγια για τον Ήλιο, τη Σελήνη, το Σείριο και την Αφροδίτη.



Από πού όμως άντλησαν όλες αυτές τις γνώσεις είναι απορίας άξιο. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι οι πληροφορίες τους προέρχονται από τους Νόμμος (περίεργα αμφίβια όντα που έφτασαν στην γη από τον Σείριο). Μιλώντας με λεπτομέρειες περιγράφουν και το παράξενο μέσο που τους μετέφερε στα νοτιοανατολικά της περιοχής τους. Κατόπιν ένα ον με τέσσερα πόδια τράβηξε το σκάφος προς μια κοιλότητα που τη γέμισε με νερό μετατρέποντας την σε λίμνη.



Η παρουσία τους στη γη σύμφωνα με τους Ντογκόν είχε να κάνει με τη σωτηρία του κόσμου. Τα αμφίβια αυτά όντα έμοιαζαν περισσότερο με ψάρια παρά με ανθρώπους. Οι Ντογκόν παρουσιάζουν τους Νόμμος ως λυτρωτές και πνευματικούς φύλακες. Θεωρούν ότι ο αρχηγός τους σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Στο μέλλον πιστεύουν ότι θα τους επισκεφθεί και πάλι με ανθρώπινη μορφή. Στη συνέχεια θα ξαναπάρει την αρχική όψη του αμφίβιου και θα κυβερνήσει τον πλανήτη από τα νερά

Οι περιγραφές αυτές σχετίζονται με άλλες που υπάρχουν στις αρχαίες γραφές της Βαβυλώνας. Εκεί δεν ονομάζονται Νομμος αλλά «Οάννες». Πρόκειται για αμφίβια όντα που ήρθαν στον πλανήτη για να σώσουν τον κόσμο. Το περίεργο ωοειδές μέσο μεταφοράς τους προσθαλασσώθηκε στην Ερυθρά θάλασσα. Οι Οάννες ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί ψάρια και οι Βαβυλώνιοι τους θεωρούσαν ημίθεους. Από αυτούς αποκόμισαν τις μετέπειτα πλούσιες αστρονομικές τους γνώσεις.



Μπορούν άραγε οι Νόμμος να συσχετιστούν με τους Οάννες; Η απάντηση έρχεται από τους ίδιους τους Ντογκόν που υποστηρίζουν ότι η περιοχή στην οποία ζούν δεν αποτελεί την κοιτίδα τους. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι κατάγονται από τους Βέρβερους φυλή που δεν είχε συγκεκριμένη πατρογονική εστία. Οι τακτικές νομαδικές μετακινήσεις τους κατά το παρελθόν, τους μετατόπισαν από τη Λιβύη που δρούσαν τον 1ο πχ αιώνα προς τα νότια. Εκεί έγιναν ένα με τους ιθαγενείς και εδραιώθηκαν γύρω στο 1000μχ.



Αν οι Ντογκόν έφτασαν στο Μαλί από τη Λιβύη, περιοχή πλησιέστερη στην Ερυθρά θάλλασα και στη Μεσοποταμία τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι Οάννες και Νόμμος είναι το ίδιο και το αυτό. Παρότι όμως ο γεωγραφικός συσχετισμός μπορεί να γίνει εφικτός, εξακολουθεί να μας απασχολεί το ερώτημα πως οι Αιγύπτιοι που κατοικούσαν ανάμεσα στις δύο περιοχές δεν γνώριζαν κάτι σχετικό.

Το μυστήριο υφίσταται και η λάμψη του Σείριου εξακολουθεί να εκπέμπει περίεργα σήματα. Είναι η περιοχή του αστεριού χώρος προέλευσης εξωγήινων όντων; Άραγε από εκεί ήρθαν στη γη οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους; Δε μένει παρά να στρέψουμε το βλέμμα μας στο νυχτερινό ουρανό για να παρατηρήσουμε την έντονη και γεμάτη μυστήριο λάμψη του. Μια λάμψη που υπερκαλύπτει τον μικρό αμυδρό αλλά μεστό από ερωτηματικά σύντροφό του.





ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΙΒΥΛΛΑΣ



Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα χαρακτηριζόταν η οποιαδήποτε γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα (χωρίς να ερωτηθεί), όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα (συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά). Αυτό συνέβαινε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γιατί δεχόταν την επίσκεψη ενός θεϊκού πνεύματος. Οι Σίβυλλες δεν είχαν σχέση εργασίας με κάποιο μαντείο.



Ετυμολογία

Η ετυμολογία του ονόματος «Σίβυλλα» δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Στην αρχαιότητα πίστευαν, όπως μας πληροφορεί ο Χριστιανός Λατίνος συγγραφέας Λακτάντιος (4ος αι. μ.Χ.), ότι η λέξη ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού «θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα). Σίβυλλα, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του Θεού. Η ετυμολογία ωστόσο αυτή δεν φαίνεται πιθανή από τη νεότερη έρευνα. Το πιθανότερο είναι η λέξη να προέρχεται από τις σημιτικές γλώσσες.



Οι παραδόσεις για τις Σίβυλλες

Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις Σίβυλλες και στις προφήτιδες των διάφορων μαντείων είναι ότι οι δεύτερες, όπως π.χ. η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών, προφήτευαν μόνο απαντώντας σε καλώς καθορισμένα ερωτήματα, ενώ οι Σίβυλλες προφήτευαν χωρίς να δεχθούν προηγουμένως ερωτήσεις. Οι παραδόσεις για τις Σίβυλλες είναι αρχαιότατες. Φαίνεται ότι σχετικές παραδόσεις από τις χώρες της Μέσης Ανατολής πέρασαν στον ελληνικό χώρο μέσα από τη Μικρά Ασία σε εποχή που επικρατούσαν μυστικιστικές τάσεις και δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο φιλοσοφικός στοχασμός στα παράλια της Ιωνίας. Η πίστη των αρχαίων λαών στην ευαίσθητη και διαισθητική φύση της γυναίκας συνετέλεσε ώστε πολλά αποφθέγματα σε τύπο χρησμού ή προφητείας να τα αποδίνουν σε μια Σίβυλλα και έτσι σιγά-σιγά εμπλουτίσθηκε η παράδοση. Πολλές φορές τους αποδίνονταν προφητείες επινοημένες μετά από μεγάλα γεγονότα, κι επειδή αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό, έκανε τον πολύ κόσμο να δίνει προσοχή στις προφητείες της Σίβυλλας. Την ευπιστία αυτή του λαού, όπως ήταν φυσικό, την εκμεταλλεύθηκαν κατά καιρούς και διάφορες πολιτικοθρησκευτικές προπαγάνδες. Δημιουργήθηκε έτσι μια πλούσια συλλογή από σιβυλλικούς χρησμούς, των οποίων η επίδραση στον λαό ήταν αισθητή μέχρι τον Μεσαίωνα.

Η κάθε Σίβυλλα πιστευόταν ότι είχε το προφητικό χάρισμα από τη γέννησή της. Τη θεωρούσαν μια ύπαρξη ανάμεσα στον θεό και στο άνθρωπο. Δεν ήταν βέβαια αθάνατη, αλλά η διάρκεια της ζωής της ξεπερνούσε κατά πολύ τον μέσο όρο ζωής του ανθρώπου. Και όπως ο χρησμοδότης θεός Απόλλων κρατούσε τη λύρα, έτσι και η Σίβυλλα κρατούσε ένα άλλο έγχορδο μουσικό όργανο, τη σαμβύκη (είδος τριγωνικής λύρας). Η επαφή της Σίβυλλας με το θείο προϋπέθετε την παρθενία της.



Γνωστές Σίβυλλες


Τα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα κάνουν λόγο για μία και μοναδική Σίβυλλα. Γράφουν έτσι για τη Σίβυλλα, ως μία συγκεκριμένη μορφή, πρώτος ο Ηράκλειτος, ύστερα ο Ευριπίδης και ο Πλάτων. Ο πρώτος που κάνει λόγο για «Σίβυλλες» στον πληθυντικό είναι ο Αριστοτέλης. Ο Παυσανίας γράφει ότι η αρχαιότερη από όλες τις Σίβυλλες ήταν η Ηροφίλη, που έζησε πριν από τον Τρωικό Πόλεμο, κόρη του Δία και εγγονή του Ποσειδώνα. Νεότερή της ήταν μια άλλη Ηροφίλη, που κατοικούσε κοντά σε μια πηγή νερού στις Ερυθρές της Μικράς Ασίας (Ηράκλειτος, fr. 92). Οι μετά τον Αριστοτέλη πηγές αναφέρουν τρεις, 4 ή και 10 Σίβυλλες. Σύμφωνα με αρχαίους θρύλους, υπήρξαν συνολικά 12 Σίβυλλες σε όλη την αρχαιότητα. Από αυτές, οι πιο διάσημες ήταν:



Η Ιδαία Σίβυλλα ή Σίβυλλα της Μαρπησσού ή Ελλησποντία

Η Σαμία Σίβυλλα

Η Ερυθραία Σίβυλλα, η Ηροφίλη

Η Δελφική Σίβυλλα

Η Κυμαία Σίβυλλα, η Δημώ ή Δημοφίλη

Λιγότερο γνωστές Σίβυλλες ήταν:



Η Αιγυπτία Σίβυλλα

Η Θεσπρωτίς Σίβυλλα

Η Θετταλή Σίβυλλα, που ταυτίζεται με τη Μαντώ

Η Κιμμερία Σίβυλλα

Η Σίβυλλα της Κολοφώνας ή Λάμπουσα

Η Λιβυκή Σίβυλλα

Η Περσική Σίβυλλα

Η Ροδία Σίβυλλα

Η Σαρδιανή Σίβυλλα

Η Σικελή Σίβυλλα

Η Φρυγική Σίβυλλα

Η Χαλδαϊκή Σίβυλλα

Στην ύστερη αρχαιότητα προστέθηκαν άλλες δύο Σίβυλλες, η «Ιουδαία Σίβυλλα» και η «Βαβυλωνία Σίβυλλα». Η δεύτερη αναφέρεται και με το όνομα Σάββη, αλλά η Σάββη είχε επίσης εβραϊκή καταγωγή. Ακόμα και η Βασίλισσα του Σαβά έχει αναφερθεί ως Σίβυλλα. Από την Κυμαία Σίβυλλα (το όνομα αναφέρεται στην Κύμη της Καμπανίας στην Ιταλία) είχε αγοράσει ο βασιλιάς των Ρωμαίων Ταρκύνιος τα βιβλία των «σιβυλλικών χρησμών», τα οποία φυλάγονταν στη Ρώμη, και συγκεκριμένα στον ναό του Δία στο Καπιτώλιο. Αυτά τα βιβλία, εκ των οποίων μόνο κάποια αποσπάσματα έχουν διασωθεί, δεν πρέπει να συγχέονται με τους "Σιβυλλικούς Χρησμούς", 12 βιβλία με προφητείες που εικάζεται ότι έχουν συγγραφεί σε ιουδαιοχριστιανικό περιβάλλον.



Οι Σίβυλλες στην Τέχνη

Η δυτική χριστιανική τέχνη εμπνεύσθηκε πολλές φορές από τις Σίβυλλες, στις οποίες αποδινόταν συμβολικός χαρακτήρας. Ο Μιχαήλ Άγγελος στις γνωστές τοιχογραφίες του της Καπέλα Σιξτίνα, στο Βατικανό, έχει ζωγραφίσει 5 Σίβυλλες, την καθεμιά με διαφορετική μορφή και σε διαφορετική στάση, που θεωρούνται από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του. 4 Σίβυλλες ζωγράφισε και ο Ραφαήλ στις τοιχογραφίες στον ναό της Παναγίας της Ειρήνης στη Ρώμη.


Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΒΥΛΛΑΣ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Οι χρησμοί των Σιβυλλών, όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, εφυλάσσοντο από δέκα ένοπλους άνδρες στον ναό του Διός στο Καπιτώλιο της Ρώμης. Μεταξύ αυτών των χρησμών, όπως μας πληροφορεί ο Μάρκος Αντίμαχος, μόνον οι χρησμοί της Σίβυλλας της Ερυθραίας ήταν υπογεγραμμένοι με το όνομά της. Όλοι οι άλλοι χρησμοί ήταν ανυπόγραφοι και ημιτελείς.

Μεταξύ των υπογεγραμμένων χρησμών της Ερυθραίας υπήρχε και ένας χρησμός που προανήγγειλε την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Ο πρώτος άνθρωπος που διέσωσε και διακήρυξε δημόσια αυτόν τον χρησμό, μετά Χριστόν, ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος!

Το Πάσχα του 325 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος απηύθυνε έναν λόγο προς τους «Αγίους Συλλόγους» του Χριστιανισμού. Ο τίτλος αυτού του λόγου, όπως καταγράφηκε από τον Ευσέβιο που ήταν παρών στην σύνοδο, ήταν «Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω» (Οration to the Saints).

Ο Robin Lane Fox, καθηγητής Κλασσικής και Αρχαίας Ιστορίας στο New College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο έργο του Pagans and Christians (σελ. 643), προτείνει ότι ο Κωνσταντίνος απηύθυνε τον λόγο του προς τους Αγίους Συλλόγους το Πάσχα του 325 μ.Χ., ημέρα Μεγάλη Παρασκευή.

Σύμφωνα με τον επίσης καθηγητή Ιστορίας, H.W. Parke, αλλά και άλλους σύγχρονους κριτικούς, ο συγκεκριμένος λόγος του Κωνσταντίνου, όπως ακριβώς καταγράφηκε από τον Ευσέβιο, είναι αυθεντικός.

Γράφει ο καθηγητής H.W. Parke: «This document has often been suspected as a later forgery, but recent opinion seems to agree on its authenticity», δηλαδή, «Αυτό το έγγραφο έχει συχνά υποπτευθεί ότι είναι μία μεταγενέστερη πλαστογραφία, όμως η νεότερη κριτική φαίνεται ότι συμφωνεί για την αυθεντικότητά του» (Sibyls and the Sibylline Prophecy in classical Antiquity, σελ. 164).

Το αρχαιότερο χειρόγραφο που περιέχει τον λόγο του Κωνσταντίνου χρονολογείται στον 10ο μ.Χ. αιώνα και φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού (κώδιξ Vat gr. 149).

Στον λόγο αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος εκφράζει την βαθιά του πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και επικαλείται διάφορες μαρτυρίες για να διακηρύξει την Θεότητά Του. Μεταξύ αυτών των μαρτυριών περιλαμβάνει και την προφητεία της Σίβυλλας της Ερυθραίας περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Γράφει ο Κωνσταντίνος στον λόγο του:





Η ΤΟΙΝΥΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΣΙΒΥΛΛΑ, ΦΑΣΚΟΥΣΑ ΕΑΥΤΗΝ ΕΚΤΗ ΓΕΝΕΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ, ΙΕΡΕΙΑ ΗΝ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ, ΔΙΑΔΗΜΑ ΕΠΙ ΙΣΗΣ ΤΩ ΘΡΗΣΚΕΥΟΜΕΝΩ ΥΠΟ ΑΥΤΗΣ ΘΕΩ ΦΟΡΟΥΣΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΙΠΟΔΑ ΠΕΡΙ ΟΝ Ο ΟΦΙΣ ΕΙΛΕΙΤΟ ΠΕΡΙΕΠΟΥΣΑ, ΑΠΟΦΟΙΒΑΖΟΥΣΑ ΤΕ ΤΟΙΣ ΧΡΩΜΕΝΟΙΣ ΑΥΤΗ… ΑΥΤΗ ΤΟΙΝΥΝ ΕΙΣΩ ΤΩΝ ΑΔΥΤΩΝ ΠΟΤΕ ΤΗΣ ΑΚΑΙΡΟΥ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΠΡΟΑΧΘΕΙΣΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑΣ ΕΠΙΠΝΟΙΑΣ ΟΝΤΩΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΜΕΣΤΗ, ΔΙΑ ΕΠΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΠΡΟΕΘΕΣΠΙΣΕΝ, ΣΑΦΩΣ ΤΑΙΣ ΠΡΟΤΑΞΕΣΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, ΗΤΙΣ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ ΛΕΓΕΤΑΙ, ΔΗΛΟΥΣΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΤΕΛΕΥΣΕΩΣ:

ΙΔΡΩΣΕΙ ΓΑΡ ΧΘΩΝ ΚΡΙΣΕΩΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΟΤ’ ΕΣΤΑΙ.

ΗΞΕΙ Δ’ ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΙΩΣΙΝ Ο ΜΕΛΛΩΝ,

ΣΑΡΚΑΠΑΡΩΝ ΠΑΣΑΝ ΚΡΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΝ ΑΠΑΝΤΑ.

ΟΨΟΝΤΑΙ ΔΕ ΘΕΟΝ ΜΕΡΟΠΕΣ ΠΙΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΟΙ,

ΥΨΙΣΤΟΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΠΙ ΤΕΡΜΑ ΧΡΟΝΟΙΟ

ΣΑΡΚΟΦΟΡΩΝ ΨΥΧΑΣ Δ’ ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙ ΒΗΜΑΤΙ ΚΡΙΝΕΙ.

ΧΕΡΣΟΣ ΟΤΑΝ ΠΟΤΕ ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ ΚΑΙ ΑΚΑΝΘΑ ΓΕΝΗΤΑΙ.

ΡΙΨΩΣΙΝ Τ’ ΕΙΔΩΛΑ ΒΡΟΤΟΙ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΝ ΑΠΑΝΤΑ.

ΕΚΚΑΥΣΗ ΔΕ ΤΟ ΠΥΡ ΟΥΡΑΝΟΝ ΗΔΕ ΘΑΛΑΣΣΑΝ.

ΙΧΝΕΥΟΥΝ ΡΗΞΗ ΤΕ ΠΥΛΑΣ ΕΙΡΚΤΗΣ ΑΙΔΑΟ.

ΣΑΡΞ ΤΟΤΕ ΠΑΣΑ ΝΕΚΡΩΝ ΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΝ ΦΑΟΣ ΗΞΕΙ.

ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΟΜΟΥΣ ΤΕ ΤΟ ΠΥΡ ΑΙΩΣΙΝ ΕΛΕΓΞΕΙ.

ΟΠΠΟΣΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΑΣ ΕΛΑΘΕΝ, ΤΟΤΕ ΠΑΝΤΑ ΛΑΛΗΣΕΙ.

ΣΤΗΘΕΑ ΓΑΡ ΖΟΦΟΕΝΤΑ ΘΕΟΣ ΦΩΣΤΗΡΣΙΝ ΑΝΟΙΞΕΙ.

ΘΡΗΝΟΣ Τ’ ΕΚ ΠΑΝΤΩΝ ΕΣΤΑΙ ΚΑΙ ΒΡΥΓΜΟΣ ΟΔΟΝΤΩΝ.

ΕΚΛΕΙΨΕΙ ΣΕΛΑΣ ΗΕΛΙΟΥ ΑΣΤΡΩΝ ΤΕ ΧΟΡΕΙΑΙ,

ΟΥΡΑΝΟΝ ΕΙΛΙΞΕΙ, ΜΗΝΗΣ ΔΕ ΤΕ ΦΕΓΓΟΣ ΟΛΕΙΤΑΙ.

ΥΨΩΣΕΙ ΔΕ ΦΑΡΑΓΓΑΣ, ΟΛΕΙ Δ’ ΥΨΩΜΑΤΑ ΒΟΥΝΩΝ.

ΥΨΟΣ Δ’ ΟΥΚ ΕΤΙ ΛΥΓΡΟΝ ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΦΑΝΕΙΤΑΙ,

ΙΣΑ Τ’ ΟΡΗ ΠΕΔΙΟΙΣ ΕΣΤΑΙ, ΚΑΙ ΠΑΣΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΟΥΚ ΕΙΣ ΠΛΟΥΝ ΕΙΞΕΙ. ΓΗ ΓΑΡ ΦΡΥΧΘΕΙΣΑ ΚΕΡΑΥΝΩ.

ΣΥΝ ΠΗΓΑΙΣ ΠΟΤΑΜΟΙ ΤΕ ΚΑΧΛΑΖΟΝΤΕΣ ΛΕΙΨΟΥΣΙΝ.

ΣΑΛΠΙΓΞ Δ’ ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΦΩΝΗΝ ΠΟΛΥΘΡΗΝΟΝ ΑΦΗΣΕΙ,

ΩΡΥΟΥΣΑ ΜΥΣΟΣ ΜΕΛΕΟΝ ΚΑΙ ΠΗΜΑΤΑ ΚΟΣΜΟΥ.

ΤΑΡΤΑΡΟΕΝ ΔΕ ΧΑΟΣ ΔΕΙΞΕΙ ΤΟΤΕ ΓΑΙΑ ΧΑΝΟΥΣΑ.

ΗΞΟΥΣΙΝ Δ’ ΕΠΙ ΒΗΜΑ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΗΕΣ ΑΠΑΝΤΕΣ.

ΡΕΥΣΕΙ Δ’ ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΥΡΟΣ ΗΔΕ ΘΕΕΙΟΥ.

ΣΗΜΑ ΔΕ ΤΟΙ ΤΟΤΕ ΠΑΣΙ ΒΡΟΤΟΙΣ ΑΡΙΔΕΙΚΕΤΟΝ ΟΙΟΝ

ΤΟ ΞΥΛΟ ΕΝ ΠΙΣΤΟΙΣ, ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΟ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟΝ ΕΣΤΑΙ.

ΑΝΔΡΩΝ ΕΥΣΕΒΕΩΝ ΖΩΗ, ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ ΤΕ ΚΟΣΜΟΥ,

ΥΔΑΣΙ ΦΩΤΙΖΟΝ ΚΛΗΤΟΥΣ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑ ΠΗΓΑΙΣ.

ΡΑΒΔΟΣ ΠΟΙΜΑΙΝΟΥΣΑ ΣΙΔΗΡΕΙΗ ΓΕ ΚΡΑΤΗΣΕΙ.

ΟΥΤΟΣ Ο ΝΥΝ ΠΡΟΓΡΑΦΕΙΣ ΕΝ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΟΙΣ ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ

ΣΩΤΗΡ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ Ο ΠΑΘΩΝ ΕΝΕΧ’ ΗΜΩΝ.

Η Σίβυλλα λοιπόν η Ερυθραία, η οποία παραδέχεται ότι γεννήθηκε την έκτη γενεά μετά τον κατακλυσμό, ήταν ιέρεια του Απόλλωνος και φορώντας στέμμα παρόμοιας αξίας με τον θεό ο οποίος λατρεύεται από αυτήν, και τον τρίποδα φροντίζοντας γύρω από τον οποίο ήταν περιτυλιγμένος όφις και με την βοήθεια του θεού Απόλλωνος προεφήτευε εις αυτούς που την είχαν ανάγκη... Αυτή λοιπόν κάποτε αφού προχώρησε εις τα άδυτα της γενομένης σε ακατάλληλο καιρό θεοευσέβειας και αφού επληρώθη πράγματι από θεία έμπνευση, διά των επών της προεφήτευε τα μέλλοντα σχετικά με τον Θεό με σαφήνεια, σύμφωνα προς τις τοποθετήσεις των πρώτων γραμμάτων τα οποία αποτελούν την ακροστιχίδα, αποκαλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ιστορία της καθόδου του Ιησού επί της γης:

«Θα ιδρώσει η γη, όταν έλθει η ώρα της Κρίσεως.

Θα έλθει από τον ουρανό, ο μέλλων βασιλεύς εις τους αιώνες

δια να κρίνει καθένα που φέρει σάρκα και όλον ανεξαιρέτως τον κόσμο.

Θα ιδούν τον Θεό άνθρωποι, πιστοί και άπιστοι,

Ύψιστο, μετά των αγίων, εις το τέλος του χρόνου

με σάρκα, κρίνοντας επί βήματος τις ψυχές των ανθρώπων.

Όταν κάποτε ο κόσμος όλος γίνει άγονος και γεμάτος αγκάθια.

Θα απορρίψουν οι άνθρωποι τα είδωλα και όλον γενικά τον πλούτο.

Θα κατακαύσει το πυρ την γη, τον ουρανό ακόμη και την θάλασσα.

Ανιχνεύοντας θα πυρπολήσει τις πύλες της φυλακής του Άδη.

Τα σώματα τότε όλων των ανθρώπων θα έλθουν εις το φως της ελευθερίας των αγίων·

τους παράνομους τότε το πυρ θα ελέγχει εις τους αιώνες.

Όσα κάποιος έπραξε κρυφά, τότε όλα θα τα μαρτυρήσει.

Διότι τα σκοτεινά στήθη, ο Θεός με διαφωτισμούς θα ανοίξει.

Θρήνος θα φθάσει από όλους και τριγμός οδόντων.

Θα εκλείψει το φως της ημέρας, η λάμψη του ηλίου και των αστέρων.

Τον ουρανό θα περιστρέψει με ταχύτητα και θα χαθεί το φεγγοβόλημα της σελήνης.

Θα υψώσει τα φαράγγια και θα καταστρέψει τα υψώματα των βουνών.

Το ύψος δεν θα φαίνεται πλέον λυπηρό εις τους ανθρώπους.

Τα βουνά με τις πεδιάδες θα ισοπεδωθούν και σε όλη την θάλασσα δεν θα υπάρχει δυνατότητα πλεύσης, διότι η γη θα κατακεραυνωθεί.

Ποταμοί που κοχλάζουν, μαζί με τις πηγές θα εκλείψουν.

Σάλπιγγα δε από τον ουρανό, φωνή με μεγάλο θρήνο θα αφήσει,

κραυγάζοντας το μίασμα των ελεεινών και τις συμφορές του κόσμου.

Τότε η ανοιγόμενη γη θα φανερώσει το χάος του Ταρτάρου,

και οι πάντες θα έλθουν ενώπιον του βήματος του Βασιλέα Θεού.

Θα ρεύσει από τον ουρανό πύρινος ποταμός και μάλιστα από θείο.

Σημάδι τότε θα υπάρχει για όλους τους ανθρώπους, τέτοιο που θα είναι εντόνως φανερό.

Το ξύλο για τους πιστούς, η σάλπιγγα η ποθητή θα είναι.

Η ζωή των ευσεβών ανδρών, εμπόδιο θα είναι για τον κόσμο,

φωτίζοντας τους ονομαστούς διά των υδάτων σε δώδεκα πηγές.

Θα εξουσιάσει η ποιμαντική σιδηρά ράβδος.

Αυτός ο οποίος τώρα προαναφέρθηκε σε ακροστιχίδα,

είναι ο δικός μας Θεός,

Σωτήρ αθάνατος βασιλεύς, αυτός ο οποίος υπέφερε προς χάριν μας.