Ολα τα χρησιμοποιείς και σε χρησιμοποιούν.
Να είσαι χρηστικός και να φθείρεσαι όπως ορίζει
η φύση σου. Να είσαι δοτικός. Κανείς δε μπορεί να
σου πάρει τίποτα, μόνο τη γεύση σου. Οσο περισσότερο
δίνεσαι, τόσο υπάρχεις. Οσο αφήνεσαι, τόσο μεγαλώνεις.
...Ολα είναι μικρά και περαστικά. Μόνο ένα είναι μεγάλο.
Το νόημα τους..
Λιώσε, πριν μορφοποιηθείς. Τίποτα δε σου ανήκει.
Μόνο το ταξίδι.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β’ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β’ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ (359 Ή 383-336πΧ)

Ήταν ο δημιουργός της Μακεδονικής υπεροχής και ακμής, και ο μόνος ενοποιητής του Ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Γιός του βασιλιά Αμύντα Γ' και της Ευρυδίκης, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους του Ηρακλή. Ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Β’ είχε διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, και όπως το όνομα του μαρτυρεί, εθεωρείτο εξαιρετικός ιππέας και δαμαστής των πιο γρήγορων αλόγων. Το ταλέντο του αυτό κληρονόμησε και ο Μέγας Αλέξανδρος!

Ο Φίλιππος νυμφεύτηκε 7 συζύγους. (Τα ονόματα τους: Φίλα, Ευρυδίκη (Αυδάτα), Φιλίννα, Ολυμπιάς (Μυρτάλη), Νικησίπολις, Μήδα, Κλεοπάτρα). Οι γάμοι θεωρείται ότι έγιναν κυρίως για πολιτική σκοπιμότητα, για να ενώσει τα βασίλεια της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. (Άλλη μια απόδειξη της ελληνικότητας τους!) Ο αρχαίος ιστορικός Θεόπομπος θεωρούσε τον Φίλιππο ως τον σπουδαιότερο άνδρα της Ευρώπης.

ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (ή Μυρτάλη) 374-316 πΧ :

Ήταν κόρη του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, Νεοπτόλεμου Α', ο οποίος ήταν απόγονος του Αχιλλέα. Γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, πανίσχυρη, παρορμητική, με έντονες μυστικιστικές κλίσεις, φιλόδοξη αλλά και ανυποχώρητη. Έμαθε τα ιερατικά μυστικά στο Μαντείο της Δωδώνης, το οποίο και υπηρέτησε για χρόνια. Ήταν επίσης μυημένη από μικρή ηλικία στα Βακχικά Μυστήρια.

Ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε τον πατέρα του Φίλιππο, επίσης μυημένο στα μυστήρια, και το 357 παντρεύτηκαν. Με τον Φίλιππο γέννησε τον Αλέξανδρο (356) και την Κλεοπάτρα. Ισχυρή γυναίκα, δεν δεχότανε την πολυγαμία του συζύγου της, η οποία όμως ήταν συνηθισμένη στους Μακεδόνες βασιλείς. Επενέβαινε δυναμικά στην πολιτική διοίκηση του άντρα της, αλλά και μετά τον θάνατο του, στην διοίκηση του γιού της Αλεξάνδρου, ο οποίος και της έτρεφε μεγάλη αδυναμία.

ΡΩΞΑΝΝΗ - Α' σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Κόρη του Οξυάρτη, ηγεμόνα της Βακτριανής. Η εξωτική ομορφιά της έκανε τον Μέγα Αλέξανδρο να την ερωτευτεί κεραυνοβόλα, και να την παντρευτεί το 327 πΧ. Λίγο μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ρωξάννη γέννησε γιό, τον Αλέξανδρο. Αφού δολοφόνησε την δεύτερη σύζυγο του Αλεξάνδρου, Στατείρα, για να εξασφαλίσει την διαδοχή του γιού της στο υπερβασίλειο, ακολούθησε τον αντιβασιλιά Αντίπατρο στην Μακεδονία.Μετά τον θάνατο του Αντιπάτρου πήγε να ζήσει με την μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα. Αφού πέθανε και η Ολυμπιάδα, ο Κάσσανδρος την φυλάκισε και το 311 διέταξε την δολοφονία αυτής και του μικρού Αλεξάνδρου. Έτσι χάθηκε ο γιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και άλλαξε η ροή της ελληνικής και παγκοσμίου ιστορίας !

ΣΤΑΤΕΙΡΑ - Β' σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Πρωτότοκη κόρη του Δαρείου Γ' και της (συνώνυμης) Στάτειρας ή Αρσινόης ή Βαρσινόης. Ο Μέγας Αλέξανδρος την παντρεύτηκε το 324, αλλά η Ρωξάνη την δολοφόνησε αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 πΧ. Η ιστορία της ενέπνευσε την περίφημη όπερα του συνθέτη Πιέτρο Φραντςέσκο Καβάλλι στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα .



ΒΟΥΚΕΦΑΛΑΣ

Ήταν το αγαπημένο και ατρόμητο άλογο του Μέγα Αλεξάνδρου. Η ονομασία του σημαίνει κεφαλή βοδιού (βους + κεφαλή). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν 15 ετών, πήγε με τον πατέρα του να αγοράσουν άλογα στα Φάρσαλα. Ο Θεσσαλός Φιλόνικος τους τον προσέφερε στην τιμή των 13 ταλάντων. Το άλογο ήταν υπερήφανο, επιβλητικό αλλά και τόσο άγριο και μεγαλόσωμο, που κανείς δεν μπορούσε να το ιππεύσει. Ο Μέγας Αλέξανδρος το πλησίασε αργά με γλυκιά φωνή και χάδια, και απότομα έστρεψε το κεφάλι του αλόγου προς τον ήλιο για να θαμπωθεί. Τότε αμέσως το καβαλίκεψε ώσπου εξουθενωμένο το παρουσίασε στο ενθουσιασμένο πλήθος. Τότε ο Φίλιππος, συγκινημένος του είπε:

"ώ παί, ζήτει σεαυτώ βασιλείαν ίσην, Μακεδονίαν γαρ σ' ου χωρεί"
( "Παιδί μου, ζήτησε άλλο βασίλειο γιατί η Μακεδονία είναι πολύ
μικρή για σένα")
Ο Βουκεφάλας έσωσε τον Μέγα Αλέξανδρο από βέβαιο πνιγμό, γιατί τον παρέσυραν τα ρεύματα καθώς διέσχιζαν τον Γρανικό ποταμό. Δίκαια λοιπόν τον λάτρεψε και προς τιμήν του ίδρυσε την πόλη Βουκεφάλα.

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ο Προφήτης Δανιήλ (Βίβλος, Δανιήλ - Εδάφια 8:1-8 RSV, 8:15-22 PSV, 11:2-4 RSV) προβλέπει την γέννηση και αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το 530 πΧ, δηλαδή περίπου 200 χρόνια νωρίτερα!

«Ο Βασιλιάς της Βαβυλώνος Μπελσάζαρ ονειρεύτηκε ένα μεγάλο κριάρι που στο κεφάλι του είχε ένα μεγάλο κι ένα μικρό κέρατο. Ένα κριάρι τόσο δυνατό που νικούσε κάθε άλλο ζώο στο διάβα του. Μέχρι που ήρθε ένας Αιγόκερως από την Δύση, που είχε μόνον ένα κέρατο, και του επιτέθηκε με μανία, χωρίς να ακουμπάει στην γη! Ο Αιγόκερως σκότωσε το Κριάρι, κι άρχισε να γιγαντώνεται, μα αμέσως έσπασε το μοναδικό του κέρατο, και εμφανίστηκαν τέσσερα κέρατα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Κι έμελλε 200 χρόνια αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Ελληνικό στρατό να κατακτήσει την Αίγυπτο και την Ασία. Πέθανε αμέσως μετά την γέννηση της αυτοκρατορίας του, και τον διαδέχθηκαν οι 4 στρατηγοί του, που χώρισαν την αυτοκρατορία σε τέσσερα βασίλεια!

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ήτον από τον θεόν ορισμός και ήτον φρόνιμος και έμορφος και είχεν χέριν καλό να φιλοδορή και να στέκη εις τον λόγον του, να μηδέν σφάλη τους όρκους του... Είχε από άνωθεν πρόνοιαν, χάριν μεγάλη.

Ήταν προορισμένος από τον Θεό και ήταν φρόνιμος και όμορφος. Ήταν γενναιόδωρος και κρατούσε τον λόγο της τιμής του, δεν πατούσε τους όρκους του. Είχε από ψηλά Θεία Πρόνοια, Θεία Χάρη

Η Ολυμπιάδα δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και ο Φίλιππος φεύγοντας για ταξίδι την προειδοποίησε πως αν ήταν στείρα θα την άφηνε. Εκείνη επισκεύτηκε τον Νεκτεναβόν (Μάντη, Αστρονόμο και Γιατρό) εξ Αιγύπτου, ο οποίος με λεκανομαντεία της φανέρωσε πως με την βοήθεια του Άμμωνος και του Φιλογένη και του Ερκούλιου (Ηρακλή), θα γένναγε τον Μέγα Βασιλέα. 
Η Μύηση συμπεριλάμβανε αυστηρή νηστεία, αγνεία και καθαρμό. Οι Μαινάδες ή Βάκχες ήταν συνοδοί του Διονύσου. Ντυμένες με δέρμα ελαφιού (νεβρίδα) και φορώντας στεφάνια αμπελιού οι γυναίκες ανέβαιναν στις κορυφές των βουνών και κρατώντας λαμπάδες τελούσαν τα ¨οργια¨, δηλαδή εορτασμούς με κραυγές, κύμβαλα, τύμπανα και θυσία ενός μικρού ζώου. Εκστασιασμένες βίωναν την υπέρτατη ένωση με τον Θεό. (Βρεττός Λάμπρος "Λεξικό Τελετών Εορτών & Αγώνων των Αρχαίων Ελλήνων").

Ο Πλούταρχος αναφέρει πως κατά την σύλληψη του Αλεξάνδρου, η μητέρα του ένοιωσε πως έπεσε κεραυνός στην κοιλιά της, κι άκουγε βροντές. Από την πληγή έβγαινε φωτιά και σκορπιζοταν σε φλόγες. Ο Φίλιππος μετά τον γάμο του ονειρεύθη πως έθετε στην κοιλιά της γυναίκας του μια σφραγίδα που απεικόνιζε λιοντάρι. Ο Μάγος Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς ερμήνευσε το όνειρο, λέγοντας πως η Ολυμπιαδα θα γεννούσε γιό ανδρείο και λεοντόκαρδο.

Την ημέρα της γέννησης του Αλεξάνδρου, κάηκε ο ναός της Θεάς Αρτέμιδος στην Έφεσσο, που ήταν ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, και το βασιλικό άλογο της Μακεδονίας ήρθε πρώτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες ! Επίσης, ο πατέρας του Φίλιππος Β' κυρίεψε την Ποτίδαια, ενώ ο στρατηγός Παρμενίων νίκησε τους Ιλλυριούς σε άλλη εκστρατεία! Αυτά τα γεγονότα θεωρήθηκαν καλότυχοι οιωνοί, πως το νεογέννητο αγόρι θα δοξάσει την Ελλάδα και θα γίνει περίφημος βασιλιάς!

Λίγο μετά την γέννηση του Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάς τον πήγε στο ιερό του Δαφνίωνος Απόλλωνος. Το ίδιο βράδι, ο Φιλιππος ονειρεύτηκε τον Θεό Άμμωνα να κρατάει στην αγκαλιά του τον νεογέννητο Αλέξανδρο, και να του λέει πως ο γιός του θα γενεί βασιλιάς όλου του κόσμου.






Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ



Με καταγωγή από την αρβανίτικη κοινότητα της Ύδρας, η Λασκαρίνα Πινότση, όπως ήταν το όνομά της, γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της, Παρασκευώ (Σκεύω), επισκέφθηκε τον σύζυγό της και πατέρα της Λασκαρίνας, Σταυριανό Πινότση, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος και είχε φυλακιστεί εκεί από τους Τούρκους επειδή είχε συμμετάσχει στην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1769-1770, τα γνωστά Ορλωφικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, επέστρεψε μαζί με την χήρα μητέρα της στην Ύδρα όπου έζησαν για τέσσερα χρόνια. Ύστερα μετακόμισαν στις Σπέτσες, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον εντόπιο καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ.

Από την παιδική της ηλικία η Λασκαρίνα είχε πάθος με την θάλασσα και με τις ιστορίες ναυτικών, καθώς και με τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους που ήταν υπό τουρκικό ζυγό για 400 περίπου χρόνια.

Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1788 όταν ήταν 17 χρονών, τον Δημήτριο Γιάννουζα (σκοτώθηκε το 1797), με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Δημήτριος Μπούμπουλης, τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών το 1801 και από τον οποίο πήρε και το όνομα και έγινε γνωστή ως «Μπουμπουλίνα». Όμως και οι δύο σύζυγοι της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες εναντίον πειρατών που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα παράλια της Ελλάδας. Ειδικά ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε το 1811 από βόλι στο μέτωπο.

Το 1811, όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα). Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων έγινε πασίγνωστο και ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο ελληνικό πολεμικό πλοίο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.

Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κοριέζος, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει την μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν.

Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.

Στις 13 Μαρτίου 1821, στο λιμάνι των Σπετσών, η Μπουμπουλίνα ύψωσε στο κατάρτι του πλοίου Αγαμέμνων την δική της επαναστατική σημαία, την οποία χαιρέτησε με κανονιοβολισμούς. Η σημαία αυτή είχε κόκκινο περίγυρο και μπλε φόντο και απεικόνιζε έναν βυζαντινό μονοκέφαλο αετό ο οποίος κρατούσε μια άγκυρα και έναν φοίνικα. Ο αετός ο οποίος είχε τα φτερά γυρισμένα προς τα κάτω, συμβόλιζε το σκλαβωμένο Ελληνικό έθνος, το οποίο θα αναγεννιόταν όπως ο φοίνικας με την βοήθεια του Ναυτικού, το οποίο συμβόλιζε η άγκυρα. Το λάβαρο αυτό η Μπουμπουλίνα το εμπνεύστηκε από το λάβαρο της βυζαντινής Δυναστείας των Κομνηνών. Στις 3 Απριλίου και ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες, πρώτες από όλα τα νησιά, επαναστατούν ενώ το Μάιο οι Σπέτσες, η Ύδρα και τα Ψαρά αποτελούσαν τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της επαναστατημένης Ελλάδας.

Η Μπουμπουλίνα, ως επικεφαλής μοίρας πλοίων - 8 πλοία, από τα οποία τρία ήταν δικά της - έπλευσε προς το Ναύπλιο το οποίο ήταν ένα απόρθητο οχυρό εφοδιασμένο με 300 κανόνια και αποτελούμενο από τρία φρούρια, το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το Παλαμήδι. Τα πληρώματα του στόλου της αποβιβάστηκαν στο κοντινό λιμάνι, στους Μύλους του Άργους (δίπλα στην αρχαία Λέρνα) και με τον ενθουσιασμό της έδωσε θάρρος στο πλήρωμά της και στους Αργείους για την πολιορκία του Ναυπλίου, που είναι μια απαράμιλλη πράξη ηρωισμού. Αρχικά έδινε κατευθύνσεις στους άντρες της και αργότερα συμμετείχε η ίδια στην μάχη.

Εκτός από την πολιορκία του Ναυπλίου, πήρε μέρος στον ναυτικό αποκλεισμό της Μονεμβασιάς και στην παράδοση του κάστρου της, καθώς και στην πολιορκία του Νεοκάστρου της Πύλου και τον ανεφοδιασμό του Γαλαξιδίου, όπου κυβερνήτες ήταν τα παιδιά και τα αδέλφια της. Στη μάχη του Χάραδρου κοντά στο Άργος, ένα σώμα Σπετσιωτών πολεμιστών αντιμετώπισε 2.000 Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Χουρσίτ Πασά με επικεφαλής τον Βελή-μπέη, με σκοπό την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους εξεγερμένους Έλληνες. Εκεί ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γιάννης Γιάννουζας, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός του σώματος αυτού, σκοτώθηκε ηρωϊκά. Αυτή η μάχη έδωσε χρόνο στους άοπλους Αργείους να τρέξουν και να κρυφτούν στα γύρω βουνά.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821 κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα βοήθησε να σωθεί το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά με κίνδυνο της ζωής της, γιατί όπως λέγεται είχε υποσχεθεί στην Σουλτάνα όταν την είχε συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια το 1816, ότι οποιαδήποτε Τουρκάλα της ζητούσε βοήθεια, αυτή θα της την έδινε. Έτσι η γυναίκα του Πασά που της ζήτησε να σώσει το χαρέμι, την ευχαρίστησε που έσωσε τις γυναίκες του χαρεμιού και τα παιδιά τους. Πριν την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα έφτασε έφιππη στο ελληνικό στρατόπεδο έξω από την πόλη όπου συνάντησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η φιλία και ο αλληλοσεβασμός των οποίων οδήγησε στο να παντρευτούν τα παιδιά τους Πάνος Κολοκοτρώνης και Ελένη Μπούμπουλη. Η Μπουμπουλίνα έπαιρνε μέρος στα πολεμικά συμβούλια και στις αποφάσεις ως ισάξια των άλλων οπλαρχηγών, της απονέμεται ο τίτλος της «Καπετάνισσας» και της «Μεγάλης Κυράς».

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.

Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιός της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικεγένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται, κλέβονται και πάνε στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημήτριου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά την διάρκεια μιάς πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, κάποιος από αυτούς την πυροβολεί - καθώς ήταν σκοτάδι η ταυτότητα του δράστη είναι μέχρι και σήμερα άγνωστη - το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή. Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.

Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδας, Φίλιππο Δεμερτζή-Μπούμπουλη, σε μουσείο, το οποίο υποδέχεται πλήθος επισκεπτών. Σε αυτό μπορεί κανείς να δει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις και πολλά άλλα.

Επίσης ως ένδειξη τιμής, σε πολλούς δρόμους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας έχει δοθεί το όνομά της.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ



Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν Έλληνας κλέφτης, πολιτικός, καπετάνιος, στρατηγός με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, πολιτικός, αρχηγός κόμματος, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.

Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια κλεφταρματολών. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τσεργίνης. Αργότερα σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση που διηγείται ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο παππούς του, Γιάννης Μπότσικα (Τσεργίνης), υιοθέτησε το Κολοκοτρώνης ως οικογενειακό όνομα, σαν μετάφραση του αρβανιτικου παρωνυμίου "Μπιθεκούρας" που του αποδόθηκε από κάποιον Αρβανίτη. Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη (εκεί κατέφυγαν οι δυο τους, μετά το θάνατο του πατέρα). Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 15 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο.

Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν.

Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.

O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης.

Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
« Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. »

Παιδιά του ήταν ο Γιάννης, που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, ο μετέπειτα συνονόματος Πάνος και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ



Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος. Πιο συγκεκριμένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρματολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαμόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύμιο μπροστά από το επίθετο του, το λήμα "Καρα" που σημαίνει μεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά.

Γεννήθηκε στη σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομάτι Καρδίτσης τo 1782 και ήταν νόθος γιος του αρματολού του Βάλτου Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκου, από τη Δούνιστα (σημερινός Σταθάς Αιτωλοακαρνανίας) και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Ερωτεύτηκε όμως τον Καραΐσκο, και από τον κρυφό αυτόν δεσμό γεννήθηκε ο Καραΐσκάκης. Γι' αυτό και του έμεινε το παρατσούκλι «γιος της καλογριάς».

Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του σαν Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.

Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:

"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".

Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.

Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.

Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.

Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.

Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".

Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".

Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.

Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).

Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".

Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.

Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.

Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.

Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.

Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».